- πλαγιότιτλος
- ο, Ντίτλος κειμένου εφημερίδας ή άλλου εντύπου, συμπληρωματικός τού κυρίως τίτλου, ο οποίος τίθεται παραπλεύρως, πάνω αριστερά ή κάτω δεξιά από αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαγιότιτλος — ο τίτλος που δεν είναι τοποθετημένος πάνω, αλλά πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)